-
1 γάμος
A wedding, Il.5.4.29, al.;γάμοι εἰλαπίναι τε 18.491
; γάμον τεύχειν furnish forth a wedding, Od. 1.277;γ. δαινύναι 4.3
; ἀρτύειν ib. 770;γάμον ποιεῖν Herod.7.86
, Test.Epict.2.19: pl.,γάμους διττοὺς ἑστιᾶν Is.8.9
; of a single wedding,οἰκοσίτους τοὺς γ. ποιεῖσθαι Men.450
;γάμους ποιεῖν D.30.21
, Ev.Matt.22.2;ἐπιτελεῖν γ. τῆς θυγατρός Arist.Fr. 549
, cf. D.S.13.84;οἱ κεκλημένοι εἰς τοὺς γ. Diph. 17.2
;ἐν τοῖς γ. ἄκλητος εἰσδεδυκέναι Apollod.Car.24
.II marriage, wedlock, Il.13.382, etc.;ἄγειν [γυναῖκα] ἐπὶ γάμῳ X.An.2.4.8
;ἀγαγέσθαι τινὰ πρὸς γάμον Plu.Cat.Ma.24
; τὸν Οἰνέως γ. the marriage granted by O., S.Tr. 792;γ. θεῶν τινος E.Tr. 979
, cf. IT25;εἰς γ. τινὸς ἐλθεῖν Id.IA 1044
(lyr.); more freq. in pl., A.Pr. 558 (lyr.), 739 (lyr.), Ag. 1156 (lyr.), etc.; cf.γαμέω 1
: also τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις, i.e. prostitution, D.18.129; Πανὸς ἀναβοᾷ γάμους, i.e. rape, E.Hel. 190 (lyr.); of unlawful wedlock, as of Paris and Helen, Id.Tr. 932;γάμοι ἄρρενες Luc.VH1.22
;γ. ἀνδρεῖοι Procop.Arc.16.23
:—E. Andr. 103, X. Cyr.8.4.19, do not establish the sense of a wife; for E.Tr. 357, v. γαμέω 1.1.III ἱερὸς γ. ritual marriage, Men.320, Hsch., EM468.56; as a nickname, Anaxandr.34.2; name of play by Ale.Com.IV Pythag. name for three, Theol.Ar.16; for five, Plu.2.388c; for six, Theo Sm.p.102H., Theol.Ar.33.V Γάμος personified, Philox.13, Lib.Or.5.27.VI name of month at Epidaurus, IG4.1485,1492. (Perh. akin to Skt. jāmís 'brother or sister', Lat. geminus.)
См. также в других словарях:
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek